Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Η μούσα επιστρέφει πάλι

   
Είχε ξημερώσει πια και η ομίχλη, σαν το τελευταίο περαστικό ένδυμα της νύχτας, βιάζονταν να φύγει μακριά, λυτρωμένη από τη μέρα. Ο λόρδος άνοιξε τα μάτια του απότομα, πριν καν ο ήλιος ακουμπήσει τις πρώτες του αχτίνες στο πρόσωπό του. Μα η θεία ζεστασιά, που διαγράφονταν στα ευγενικά του χαρακτηριστικά, είχε ξεπεταχτεί από την ψυχή ποτίζοντας ολόκληρη την ύπαρξή του.
   Η θάλασσα φαίνονταν πως χαμογελούσε με τα μικρά της ριγωτά κύματα. Κάτι έλεγε μέσα του: «Κοίταξε με αγνότητα αυτή τη φορά, Νόελ Βύρων. Νιώσε τη θεσπέσια γαλήνη, τη δροσιά του γαλάζιου πάνω στην επιφάνειά της. Θαύμασε με ποιο τρόπο το νερό της αγγίζει με χάρη τους κολπίσκους της στεριάς. Μια μυστική ιεροτελεστία που δεν πρέπει να αγνοήσεις. Αποτύπωσε με στίχους τη μεγάλη ομορφιά, Νόελ Βύρων, αυτή την εικόνα βάλ’ την στην καρδιά σου, προτού το βλέμμα σου χαθεί στη λιμνοθάλασσα και στις καλύβες των ψαράδων. Ανέπνευσε βαθιά ώσπου να νιώσεις ικανοποιημένος στους πνεύμονές σου τον καθαρό αέρα. Τότε θα φτάσεις να δεις την ψυχή της Ελλάδας ολόκληρη, γυμνή. Στάλαξε πάνω στους απλούς ανθρώπους της τη δική σου αγάπη. Μεγάλος ο ζωγράφος που αναπαράστησε μ’ επιτυχία γύρω του τη φύση! Όμως αντικρίζεις κάτι που ασχημίζει την εικόνα και σου χαλάει την απόλαυση, πολύ ξένο και παράταιρο. Τα δέκα τουρκικά πλοία που περιπολούν απέναντι σου μολύνουν το τοπίο, σου πνίγουν τη γαλήνη. Ήρθε η ώρα Νόελ Βύρων να επιστρέψεις στην προσφιλή σου συνήθεια, να στρώσεις το δρόμο της μούσας γράφοντας έστω ένα μικρό στίχο γι’ αυτό το θέαμα που σου προσφέρει η Ελλάδα».
   Ο λόρδος δεν είχε κοιμηθεί ευχάριστα τη νύχτα. Τον βασάνιζαν οι σκέψεις. Ήθελε να πείσει τους Έλληνες να έρθουν στα λογικά τους και να εγκαταλείψουν τις φατρίες και τις αντιπαλότητες, συνενωμένοι στον αγώνα εναντίον των Τούρκων. Τα μαλλιά του μύριζαν έντονα μπαρούτι εξαιτίας των εκπαιδευτικών βολών της προηγούμενης μέρας. Τα μάτια των Ελλήνων πολεμιστών έλαμπαν από έκπληξη και θαυμασμό όταν έβλεπαν τον λόρδο να πετυχαίνει εύκολα τους στόχους και μάλιστα από μακρινές αποστάσεις. Ο πρώτος όμως στόχος είχε επιτευχθεί από καιρό, τότε που οι Έλληνες μάχονταν με ανδρεία και ανάγκασαν τις ξένες δυνάμεις να τους δώσουν σημασία.
   Η σκανδάλη έπεφτε και το πιστόλι εκπυρσοκροτούσε μεταδίδοντας τη φλόγα στο μπαρούτι. Κάτι παρόμοιο γινόταν με τις λέξεις, με τα γράμματα των επιστολών που αντάλλασσε με τους πολιτικούς και τους αρχηγούς· με τον «πρίγκιπα» Μαυροκορδάτο και τον Οδυσσέα. Ήταν φτιαγμένη από μπαρούτι η ευαίσθητη ψυχή και το χαρτί, γιατί το καλαμάρι ήταν βουτηγμένο στο μαύρο μελάνι που καθοδηγούσαν τα χέρια των μουσών του Ελικώνα. Έρχονταν από εκείνο το μυστικό πηγάδι· τον πλούσιο εσωτερικό του κόσμο που δεν μπορούσε να δεχτεί την αδικία.
   Μεγάλο το όπλο του ποιητή που θέλει ν’ αντισταθεί και να πολεμήσει την αδικία, να πείσει πως «εδώ πάει να γεννηθεί κάτι μεγάλο» και πως «μέσα από την κατάκτηση της ελευθερίας ενός λαού όλη η ανθρωπότητα μπορεί να ωφεληθεί». Έγραφε, ξανάγραφε και οι φράσεις του ήταν οι κοφτερές λεπίδες, οι ενοχλητικές μοίρες αυτών που κάθονταν στα αναπαυτικά τους σαλόνια και ρύθμιζαν τις τύχες των λαών.
   Η νιόβγαλτη μέρα δεν μπορούσε να τον καθησυχάσει, ούτε ήταν δυνατόν να σκεπάσει τον πόθο και τη φλόγα της ψυχής, έστω και αν αυτή την κρίσιμη στιγμή του αγώνα η γέννηση ενός στίχου και ενός ποιήματος δεν ήταν η πρώτη αναγκαιότητα. Κι η γέννηση ενός άξιου ανθρώπου ήταν που τον ώθησε στη δημιουργία. Στις 22 Ιανουαρίου του 1824 ο λόρδος θυμήθηκε πως είχε δει το φως της ζωής για πρώτη φορά, πριν από τριάντα έξι ακριβώς χρόνια, και τώρα ήθελε να βγει στο φως της καινούργιας μέρας περιποιημένος. Αν και καταβεβλημένος από τις στερήσεις, έβαλε το άσπρο του πουκάμισο, χτένισε τα κατσαρά του μαλλιά και στερέωσε πάνω στο σώμα του το μανδύα. Βγήκε απ’ τον κοιτώνα του σπιτιού της προκυμαίας, σαν να πήγαινε να συναντήσει την αγαπημένη του, μ’ ένα ποίημα να σπαρταράει μες στα χέρια του. Μπροστά του βρίσκονταν ο συνταγματάρχης Λέστερ Στάνχοπ, ο στενός του συνεργάτης. Του είπε χαμογελώντας, με μάτια γεμάτα από φως, φως ελληνικό:
   -Προ ολίγου έγραψα κάτι, το οποίο νομίζω ότι είναι καλύτερο απ’ όσα γράφω συνήθως. Σήμερα είναι η επέτειος της γέννησής μου. Συμπλήρωσα το τριακοστό έκτο έτος της ηλικίας μου.
    Είχε ανάγκη να το πει αυτό στον άνθρωπο που παραπονιόταν συχνά πως τώρα τελευταία δεν συνέθετε στίχους παρά μόνο επιστολές. Ήταν έξι τετράστιχες στροφές που έγραψε για την αγαπημένη του· την Ελλάδα. Με τη φοβερή όψη του πολέμου δίπλα του πρόσμενε της ελπίδας το ανανεωτικό πέταγμα. Το βλέμμα του θόλωνε από το πλήθος των βαρβάρων, μα δε στοχάστηκε τα νιάτα του ούτε στιγμή, γιατί κάποτε θα διαγράφονταν στης πόλης του το θολό ουρανό, στην υγρασία της λιμνοθάλασσας ο στέφανος την νίκης επί των εχθρών, των ηρώων η βασιλεία:

                  «Πάθη όπου ξανανιώνουν καταπάτα τα ψυχή
                  Άχρηστο για με του κάλλους είν’ το γέλιο κ’ η οργή.
                  Αν τη νιότη σου λυπάσαι, γιατί θέλεις πλιο να ζεις;
                  Της τιμής εδώ είν’ ο τάφος τρέξε αυτού να σκοτωθείς».



   **  Το κείμενο βασίστηκε σε περιστατικό που περιγράφεται στις σελίδες 71-72, στο
         βιβλίο του Conte Pietro Camba: «Ο Λόρδος Βύρων στην Ελλάδα», σε μετάφρα-
         ση Μπάμπη Άννινου, Αθήνα 1995, Εκδοτικός Οίκος «Δημιουργία».


Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Νέα Αγχίαλος Μαγνησίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου