Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Ο έρωτας του ζωγράφου

   Ξέρει να διαβάζει καλά τους ανθρώπους. Του αρέσει εκείνες τις πρωινές, αφόρητες και ανούσιες ώρες να τις ξοδεύει στην παρατήρηση των περαστικών. Κάθεται έξω στη βεράντα και διαβάζει την αγωνία των ανθρώπων της μεγαλούπολης, τον φόβο τους. Με μεγάλη ευκολία διαπιστώνει πάνω στον χάρτη της ψυχής· στο πρόσωπο, αν η προηγούμενη μέρα κύλησε με ευχάριστες ή λυπηρές στιγμές. Αν ο σύζυγος μάλωσε με τη γυναίκα του, αν το μικρό παιδί δεν έλαβε το δώρο που περίμενε, αν η νοικοκυρά τρέχει να προλάβει τα ψώνια της τελευταίας στιγμής και ύστερα επιστρέφει απογοητευμένη στο σπίτι για να ετοιμάσει το φαγητό. Μπορεί να μαντέψει κιόλας το μέλλον των ζευγαριών που βαδίζουν ανυποψίαστα, να διαγνώσει ποιοι από αυτούς θα κάνουν πετυχημένο γάμο. Το έχει στο αίμα του να ζυγίζει το βάρος του έρωτα μέσα στις καρδιές τους.
   Κάθε πρωί επαναλαμβάνεται η ίδια ενασχόληση για να ημερεύει η μοναξιά και ο λόγος, οι ανύπαρκτες λέξεις, ο ήχος των φράσεων που του λείπουν καθημερινά, επειδή απουσιάζουν τα χείλη τα οικεία να τις προφέρουν, μετουσιώνονται στην ακρόαση των επιθυμιών των ανθρώπων. Πάνω στην παλέτα δημιουργεί έναν καινούργιο κόσμο, όπου εκεί δεν έχουν θέση οι μηχανές και οι θόρυβοι, ούτε η μόλυνση του περιβάλλοντος και της ψυχής.
   Πριν γνωρίσει την Ιόλη, τον έρωτα της ζωής του, πριν συναντηθούν κατά πρόσωπο και ανταλλάξουν τις πρώτες κουβέντες, είχε ανακαλύψει το μεγαλύτερο μέρος των πόθων της. Τον επισκέφτηκε για πρώτη φορά στο σπίτι του, μετά από παρότρυνση της θείας της, της Ανδρομάχης:
   «Πήγαινε κορίτσι μου να γνωρίσεις τον παράξενο γείτονά μου, να δεις πως ζουν αυτοί που βάζουν την τέχνη πρώτα απ’ όλα στη ζωή τους».
   Μα δεν ήταν μόνο η περιέργεια που την ωθούσε στη συνάντηση με τον ζωγράφο, ήταν μια έντονη αγανάκτηση από την συμπεριφορά των φίλων της, οι οποίοι δίνουν αξία μόνο σε πράγματα υλικά. Η κοπέλα απόρησε, δεν μπορούσε να πιστέψει πως μπροστά της, σε περίοπτη θέση, στο σαλόνι του Διονύση βρισκόταν κρεμασμένο το πορτρέτο της. Πως μπορούσε από τόσο ψηλά, με το μάτι του να αλώσει τον κρυφό της κόσμο και να ψάξει στο λαβύρινθο του χαρακτήρα και της ιδιοσυγκρασίας της, βρίσκοντας διέξοδο; Αδυνατούσε να φανταστεί πως ένας ζωγράφος αποτυπώνει με τόση ευκρίνεια και λεπτομέρεια τις γραμμές του προσώπου της και εκείνη την μικρή ελιά δίπλα στο δεξί τοξωτό της φρύδι. Από τέτοια απόσταση πως κατάφερε να αναλύσει το χρώμα των ματιών της και εκεί να βυθιστεί για ώρες, συλλέγοντας τις βαθιές πρωινές ανταύγειες και τα παιχνιδίσματα του φωτός; Το χαμόγελό της σαν μισοφέγγαρο την κάνει να λάμπει με μία αδιόρατη ευτυχία σ’ όλο το περίγραμμα. Αλλά και μέσα από τα σκούρα φορέματα μπόρεσε να αναπαραστήσει με ακρίβεια τη μορφή του εσταυρωμένου με μεγάλη δεξιότητα στη μικρογραφία. Και όλα αυτά τα πέτυχε χωρίς να την έχει δει στο παρελθόν, παρά μονάχα δυο-τρεις φορές, όταν είχαν απεργία στα αστικά λεωφορεία και ήταν αναγκασμένη να πάει με τα πόδια στη θεία της την Ανδρομάχη, περνώντας κάτω από τη βεράντα του, κάτω από το οπτικό πεδίο του μικροσκοπίου του.
   «Η τέχνη σου είναι το καταφύγιο της ψυχής μου που διψάει για δροσιά και αέρα στα στεγνά όνειρά μου», του είπε σε μία έκρηξη ρομαντισμού και αναγνώρισης της θετικής επιρροής που άσκησε εκείνος σε όλη της την ύπαρξη.
   Η Ιόλη δεν ήξερε πάρα πολλά από ζωγραφική, αλλά από το ενδιαφέρον του Διονύση για τις ανθρώπινες μορφές -τα τοπία ήταν ανύπαρκτα στη θεματολογία του-, διαπίστωσε μια διαρκή τάση για περιγραφή έντονων συναισθημάτων και μια ενδόμυχη ανάγκη για αποκρυπτογράφηση της ζωής των προσώπων. Αγαπημένα της έργα ήταν: «Το παιδί μετά την καταιγίδα», «Η ακροβάτισσα έχασε την ισορροπία», «Η σημαδεμένη περισυλλογή» και «Η άνοιξη των μπερδεμένων προσώπων». Με τα πινέλα του και τις δικές του τεχνικές ξεχώριζε πάνω τους τα βάσανα, τις απογοητεύσεις, τις ελπίδες και τα όνειρά τους. Μα και στο δράμα η τέχνη του δεν υπολειπόταν σε αξία, γιατί το ίδιο φως που έδινε το γέλιο και την άνοιξη, το ίδιο φως τα στερούσε και έφερνε τον χειμώνα στα μάτια, αυλακώνοντας το πρόσωπο με τα δάκρυα. Σε συνειδησιακό επίπεδο η διαχωριστική γραμμή ήταν πολύ μικρή, σαν ένα κύμα που χτυπάει πότε εμπρός, πότε πλάγια το πλοίο που ταξιδεύει και είναι άγνωστο σε ποιο χρόνο και με ποιες απώλειες θα φτάσει στον προορισμό του.
   Εξύψωνε το εσωτερικό τοπίο, της ψυχής την αντανάκλαση πρόδιδε μ’ έναν ασχημάτιστο μορφασμό ή πήγαινε ν’ αρχίσει μια έκφραση και πριν τελειωτικά ολοκληρωθεί, ξεσκεπαζόταν μία προσποίηση ή αναγνωριζόταν από κάτω το γνήσιο συναίσθημα. Έλεγες σίγουρα πως αυτός είχε μελετήσει σε βάθος την ανθρώπινη συμπεριφορά και η ζωγραφική του μιλούσε από μόνη της. Ήταν η πιο πετυχημένη απόπειρα να αυτοαναλυθεί ο άντρας, η γυναίκα, το παιδί. Οι τοίχοι γεμάτοι με τις μορφές, δεν έμενε ελεύθερη επιφάνεια για να αποκαλυφθεί το χρώμα του τοίχου. Ένιωθες άπειρα μάτια να σε παρακολουθούν και να μετρούν τα λόγια σου. Ήταν τα αγαπημένα πρόσωπα της ζωής του, οι πιο σημαδιακές γνωριμίες του που δεν ήθελε να στερηθεί τη συντροφιά τους. Για την Ιόλη όμως, έγινε η μοναδική εξαίρεση και ξεκρέμασε από τον τοίχο το πορτρέτο της. Της το χάρισε χωρίς να στεναχωρεθεί καθόλου. Η κοπέλα πλέον είχε μόνιμα αποτυπωθεί στην καρδιά, στο νου και στα όνειρά του. Αυτή στάθηκε η αιτία να τολμήσει ο Διονύσης να ξανοιχτεί σ’ άγνωστα μέρη, να τον καθοδηγήσει στα παιχνίδια του ήλιου και του φεγγαριού, σμίγοντας τη μοναξιά του με της θάλασσας και του κάμπου την απεραντοσύνη. Το πορτρέτο της αγαπημένης του ήταν το τελειότερο που είχε καταφέρει και θα ήταν ανούσιο να συνεχίζει στον ασφυκτικό χώρο των προσώπων, αλλά άξιζε μια ολική στροφή στην μαγεία των εξωτερικών χρωμάτων, στο ταξίδι του χρόνου που δεν μπορεί να ξεθωριάσει, γιατί πάλλεται από ζωή. Η απόφασή του βασίστηκε για πρώτη φορά στη ζωή του σε λέξεις και σ’ έναν αναγνωρίσιμο ενθουσιασμό:
   «Η τέχνη σου είναι το καταφύγιο της ψυχής μου που διψάει για δροσιά και αέρα στα στεγνά όνειρά μου».

Λάσκαρης Π. Ζαράρης


***  Διήγημα δημοσιευμένο στο λογοτεχνικό περιοδικό «Πνευματική Ζωή»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου