Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Κάτω από την αψίδα του Γαλέριου

   Μια ομάδα από όμορφες κοπελιές κατέβαινε τρέχοντας την Ιπποδρομίου. Πιασμένες χέρι με χέρι καμάρωναν για το περιποιημένο και γουστόζικο ντύσιμό τους. Είχαν δεμένα τα μαλλιά τους σε φανταχτερές κορδέλες και ξεχώριζαν από τις κελαρυστές, ξέγνοιαστες φωνές τους. Δεν ήταν όμως ακόμη τόσο παιδιά, γιατί είχαν μπει στο κατώφλι της εφηβείας και πολλές από εκείνες ποθούσαν να νιώσουν την αύρα του έρωτα στο πρόσωπό τους. Θα μπορούσες να τις παρομοιάσεις με τους αγγέλους του ουρανού που κατέβηκαν για να χορέψουν στη γη και διάλεξαν τη Θεσσαλονίκη για τον τελευταίο τους χορό.
   Κάτω από την επιβλητική Καμάρα, ένα ζευγαράκι ζαχάρωνε κι ένας κουλουράς διέκοπτε τις διαχύσεις τους. Εκείνες, σαν τις πολύχρωμες πεταλούδες της άνοιξης έριχναν κλεφτές ματιές και σχολίαζαν τα παθιασμένα αγγίγματα των ερωτευμένων κι όλο εκδήλωναν τον πόθο τους να μεγαλώσουν γρήγορα, να νιώσουν το πρωτόγνωρο γι’ αυτές ερωτικό μεθύσι και τη γλυκιά γεύση του φιλιού.
   Ανήμερα της Επετείου της Απελευθέρωσης της πόλης, γιορτή του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, η Ζηνοβία ήταν περιστοιχισμένη από μια αρμαθιά γαλανόλευκες σημαίες. Όταν τις κουνούσε πέρα-δώθε, πίσω απ’ αυτές κρυβόταν το μεταξένιο της πρόσωπο, μαζί με το ασυγκράτητο πάθος της που διαγράφονταν στα μάτια της. Αποζητούσε την οργή, την απρεπή συμπεριφορά· ήταν μια δικαιολογημένη αντίδραση να ξεφύγει απ’ τα στεγανά του «καλού κοριτσιού», της καταγωγής της από «τζάκι». Ζητωκραύγαζε με τα ρόδινα μάγουλά της να τρέμουν: «Ζήτω το Έθνος! Ζήτω η Απελευθέρωση!» και με τις μύτες των ποδιών της σηκωμένες, τον κατάλευκο λαιμό της τεντωμένο όσο έπαιρνε, εμποτισμένη ψυχή και σώματι με απερίγραπτη περηφάνια, αγωνιζόταν ν’ ανακαλύψει μέσα στο πλήθος των παρευρισκομένων θεατών ένα ικανοποιητικό κενό, απ’ όπου θα μπορούσε ν’ αγναντέψει έστω και κάποιο φευγαλέο στιγμιότυπο από την παρέλαση των στρατιωτών. Ήλπιζε ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους νεαρούς στρατιώτες,  που κανείς τους δε θα δείλιαζε ποτέ στη μάχη -όπως φανταζόταν- πως θα βρίσκονταν ο μελλοντικός της σύζυγος. Και το ’λεγε αδιάντροπα στις φίλες της: «Θα πάρω για άντρα μου έναν στρατιώτη που θα δοξάσει την Ελλάδα στα σύνορα, πάνω στ’ απόκρημνα βουνά, τα κάτασπρα απ’ τα χιόνια!».
   Βρήκε το θάρρος να μου πετάξει ένα λευκό κυκλάμινο, τη στιγμή που εγώ αλύγιστος, με το στήθος προτεταμένο κατεύθυνα το βλέμμα μου προς το μέρος της, κατόπιν παραγγέλματος: «Στροφή κεφαλής επ’ αριστερά!». Το ατυχές της περίπτωσης ήταν πως το μήνυμα το πήρα τόσο ξαφνικά και η πετυχημένη βολή της αγάπης του χαριτωμένου κοριτσιού με βρήκε πάνω στο βλέφαρο. Το μάτι μου έκλεισε για λίγο, το βήμα μου έχασε το ρυθμό του και τα χέρια μου δεν έφτασαν τόσο ψηλά όσο όφειλαν και ήταν εκπαιδευμένα να φτάνουν. Ο Συνταγματάρχης δίπλα της όμως, παρατήρησε όλη τη διαδραματιζόμενη σκηνή κι έριξε μια αυστηρή κι αγριεμένη ματιά στην κοπέλα που την έκανε να χλομιάσει.
   Το επόμενο πρωινό η τύχη μου επιφύλασσε μια μεγάλη έκπληξη. Απολάμβανα τον φθινοπωρινό καφέ μου μαζί με τους φίλους μου στα τραπεζάκια της πλατείας Αριστοτέλους. Η ομίχλη του Θερμαϊκού απλώνονταν πυκνή, πριν ο ήλιος λαμπρύνει για καλά τον ουρανό και ένα  παροδικό φύσημα του Βαρδάρη καθαρίσει την ατμόσφαιρα. Η κοπέλα πέρασε χαμογελαστή από μπροστά μας και όταν με παρατήρησε, κοντοστάθηκε γυρνώντας προς το μέρος μου και εξηγώντας στις συμμαθήτριές της: «Καλέ, αυτός είναι ο φαντάρος μου! Καλέ, αυτός είναι ο αγαπητικός μου!». Κοκκίνισα από ντροπή και αμηχανία και ταυτόχρονα αναγνώρισα τη φυσιογνωμία της κοπέλας, που κρατούσε σφιχτά τη σχολική τσάντα της στον ώμο, ότι ήταν αυτή που την προηγούμενη μέρα στην παρέλαση με «έρανε με λουλούδια»! Ο Κώστας την κάλεσε να πλησιάσει και να κάτσει στην παρέα μας, να την κεράσουμε ό,τι ήθελε. Μα εκείνη βιαζόταν να πάει στο σχολείο, έκανε νάζια και είπε πως αν την δει κάποιος από τους γνωστούς της, τι θα συμπεράνει για τη διαγωγή της, κόρη Συνταγματάρχου που ήτανε!
   Το δόλωμα είχε ήδη ριχτεί· κανείς στρατιώτης δε θα ήταν δυνατόν ν’ αγνοήσει μια κόρη υψηλόβαθμου αξιωματικού. Της έδωσα ραντεβού το μεσημέρι της ίδιας μέρας, την ώρα που θα τελείωνε τα μαθήματά της στο σχολείο, στο πιο χαρακτηριστικό σημείο της Θεσσαλονίκης μετά τον Λευκό Πύργο, την Αψίδα του Γαλέριου. Επειδή ήταν πολυσύχναστο μέρος, η κοπέλα δεν έφερε αντιρρήσεις και με διαβεβαίωσε πως θα ερχόταν να με συναντήσει.
   Ο φίλος μου ο Μίλτος έβαλε τα γέλια όταν πληροφορήθηκε την ηλικία της: «Δεκαπέντε χρονών; Σε βλέπω να φυλάς σκοπιά από τώρα στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα αν το μυριστεί ο Συνταγματάρχης…».
   «Η κοπέλα όμως, παρόλο που δεν είναι αρκετά ψηλή, μοιάζει τουλάχιστον δεκαοχτάρα και το σώμα της είναι σαν μάρμαρο καλοδουλεμένο από χέρια ικανού γλύπτη», του απάντησα σχηματίζοντας ταυτόχρονα στον αέρα με τις παλάμες μου τις νοητές καμπύλες.
   Για ένα λευκό λουλούδι και για ένα χαμένο βήμα σε μια σημαντική παρέλαση κέρδισα έναν μεγάλο έρωτα. Ήμουν σίγουρος πως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα χωρίς να νιώθω δίπλα μου την ανάσα της, χωρίς ν’ ακούω τη γλυκιά φωνή της, χωρίς να βλέπω αντίκρυ τα μάτια της και να ταξιδεύω με τη φαντασία μου στα ήρεμα, γαλήνια χαρακτηριστικά της.
   Ωστόσο, η αργοπορία της Ζηνοβίας άρχισε να μου προκαλεί ανασφάλεια και άγχος. «Μπορεί να το μετάνιωσε, σκέφτηκα. Όλα τα κορίτσια αυτής της ηλικίας ερωτεύονται απροσδόκητα αλλά ξεθυμαίνουν εύκολα. Ίσως ο Συνταγματάρχης προνόησε και έβαλε εμπρός τα στρατιωτικά του σχέδια για να μεταπείσει την κόρη του να έρθει σ’ αυτό το ραντεβού.
   Και που να ’ξερε τι έχω να της δείξω! Μια μεγάλη απόδειξη της παλικαριάς των Ελλήνων πολεμιστών! Παράλληλα, θα της αποδείκνυα πως οι ρίζες μου κρατούσαν από αξιόλογη και θαρραλέα γενιά». Η ώρα περνούσε και βασανιζόμουν από ατέλειωτες σκέψεις. Προσπαθούσα να θυμηθώ μέσα απ’ τις αποσπασματικές γνώσεις που είχα αποκτήσει σχετικά με την αρχαιότητα, τι πραγματικά σήμαινε το όνομα «Ζηνοβία».
   Πηγαινοερχόμουν ανάμεσα στις δύο παραστάδες του μνημείου που έστησε ο Ρωμαίος Τετράρχης Γαλέριος Μαξιμιανός ως σύμβολο του θριάμβου του εναντίον των Περσών. Παρατηρούσα με προσοχή τις ανάγλυφες παραστάσεις πάνω στις μαρμάρινες πλάκες και άρχισα να διαπιστώνω ποια ακριβώς «μέσα» χρησιμοποιούσαν στις στρατιωτικές συμπλοκές τους και κυρίως πως γιόρταζαν μετά το τέλος του πολέμου τις νίκες τους. Όταν μπήκαν οι Ρωμαϊκές λεγεώνες στην πόλη πέρασαν απ’ αυτό το σημείο, όπου αργότερα ανυψώθηκε το επιβλητικό τόξο, η είσοδος της Πομπικής οδού, ενός μεγαλόπρεπου δρόμου που κατέληγε στη Ροτόντα.
   Ακριβώς κάτω απ’ αυτήν την «Καμάρα» πέρασε θριαμβευτής ο παππούς μου, ένας απλός αλλά σκληροτράχηλος στρατιώτης που διακρίθηκε στη γνωστή μάχη των Γιαννιτσών. Κρατούσα στα χέρια μου το ημερολόγιό του και έτρεμαν τα χέρια μου από συγκίνηση, ένιωθα πως βρισκόμουν κι εγώ ανάμεσα στους ανώνυμους ήρωες που έγραψαν με την καρδιά και την ψυχή τους τις πιο ένδοξες σελίδες του Έθνους. Άρχισα να διαβάζω για άλλη μια φορά τις σειρές που είχα απομνημονεύσει από τη συχνή ανάγνωσή τους, σχετικά με την «Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης»:       
   «Το πρόσωπο του Στρατηγού Χρυσόπουλου έλαμπε από χαρά και ικανοποίηση. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες κι έλεγες πως η μνήμη του βρισκόταν ακόμη στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Ένιωθες πως ζούσε εκείνη τη νικηφόρο περίοδο και όλο συγκίνηση, ανάμεικτη με πλεονάζον εθνικό αίσθημα έδειχνε στα πλήθη του κόσμου τους νέους στρατιώτες, που περήφανοι είχαν παρελάσει προηγουμένως. Φώναζε: «Να, αυτά τα παιδιά έσωσαν τη Θεσσαλονίκη από τους Τούρκους. Μην τα βλέπετε που είναι ταλαιπωρημένα και αδυνατισμένα από τις κακουχίες, γιατί η ψυχή τους είναι περήφανη και δε δειλιάζουν σε κανέναν κίνδυνο μπροστά. Γιορτάστε όλοι μαζί τους και χειροκροτήστε, γιατί τους αξίζει μια μικρή έστω αναγνώριση!».
   Αλλά εγώ πίστευα πως ήμουν ανίκανος να διεκδικήσω οποιεσδήποτε πολεμικές δάφνες, αφού δεν ήταν δυνατόν να επιλέξω· η μοίρα είχε γραφτό μου να πάρω μέρος σ’ αυτά τα πολεμικά γεγονότα. Ήθελα, δεν ήθελα έπρεπε να δοξαστώ· ο πόλεμος δεν άφηνε διαφορετική προοπτική πέρα απ’ το ό,τι πρέπει νεκρός ή ζωντανός να δοξαστείς! Όλοι μας θέλαμε να νικήσουμε για την πατρίδα, για τις οικογένειές μας, για ό,τι αγαπάμε περισσότερο σ’ αυτό τον κόσμο και ποθούμε να το δούμε να μεγαλώνει μέσα στην ευτυχία, αποδεικνύοντας πως ο Έλληνας μαχητής, δεν προδίδει ποτέ τα όπλα, τις αρχές και τα ιδεώδη του! Η μοναδική ελπίδα που με θέρμαινε ήταν να τελειώσει σύντομα αυτή η καταστροφική διαδικασία: άνθρωποι να σκοτώνονται -κανείς δεν ξέρει από ποια ακριβώς αιτία-, τα τηλεβόα μουγκρίζουν νυχθημερόν και σπέρνουν παντού τις πύρινες μπάλες τους. Ο ουρανός σκοτεινιάζει από τα κτίσματα που γκρεμίζονται, ενώ οι καπνοί της φωτιάς, που εξαπλώνεται αχαλίνωτα, σου πνίγουν την ανάσα. Κυρίως, εννοώ την άλλη, μεγαλύτερη και πιο επικίνδυνη φωτιά, που βγαίνει από την ψυχή του ανθρώπου και φουντώνει με τη σκληρότητα, την αδιαφορία, την ωμότητα, την εγκατάλειψη κάποιες φορές του αντίπαλου τραυματία. Δεν είναι αυτός ο νόμος του ευαίσθητου ανθρώπου, αλλά του άγριου πολέμου. Ο άνθρωπος δηλητηριάζεται από τα ανεξέλεγκτα πάθη κι ας διψάει να νιώσει ελεύθερος στη γη του, κι ας ποθεί να ζει σ’ ένα περιβάλλον φιλικό χωρίς καταπίεση, για να γίνουν τα όνειρά του πραγματικότητα.
    Μόνο ένα σπίτι υπάρχει για τον καθένα μας, ένα σπίτι με μια μεγάλη, ζεστή αγκαλιά που θα τρέξεις σαν μικρό παιδί να προστατευτείς και θα ξεχαστεί αμέσως το πρόσκαιρο, σκληρό παιχνίδι της μοίρας που σ’ έριξε στη μάχη. Ο πόνος βγαίνει τη νύχτα και είναι φρικτός, αμείλικτος. Σε περιτριγυρίζουν οι μνήμες των δικών σου, οι ευτυχισμένες μέρες, όλοι αυτοί που άφησες πίσω σου, οι δυστυχισμένοι άνθρωποι που προσεύχονται για σένα, με μοναδική έγνοια τους να γυρίσεις πίσω ζωντανός, να σε χαρούν να μπαίνεις νικητής στη Σαλονίκη, με το αστραποβόλο βλέμμα που δε χωρά αμφιβολία πως ο γιος τους γκρέμισε από τους βράχους των βουνών άλλους ανθρώπους, τρύπησε με τη λόγχη του εχθρικά στομάχια, και η δική του σφαίρα ήταν αυτή που έκοψε το νήμα της ζωής του μισητού εχθρού και αντίπαλου φαντάρου.
   Μα κανείς δεν μπόρεσε να μάθει πως στη ζωή, μας γεμίζουν άλλα πράγματα που ανυψώνουν τον άνθρωπο στη σφαίρα του νοητού, όπως για παράδειγμα η ποίηση και ο έρωτας. Τι άλλο πιο σημαντικό υπάρχει από το να ανοίγεις στον ορίζοντα έναν λαμπερό ήλιο, έστω και αν εκεί που βρίσκεσαι τώρα δεν τον βλέπεις ή είναι τόσο σκοτεινός για να σε πλησιάσει; Γιατί ν’ ανοίγεις χαρακώματα και να μεταχειρίζεσαι τις τακτικές του πολέμου, αντί να σπέρνεις στους δυστυχείς, στους κακοπαθούντες την ελπίδα με τους στίχους σου και να φυτρώνει στην πέτρα το δέντρο της ευτυχίας; Στον πυκνό ίσκιο του θα ονειρεύεσαι την αξέχαστη ομορφιά των ερωτικών στιγμών κάτω από ένα θαυμάσιο, ασημένιο φεγγάρι.
   Δεν ολιγοπίστησα ποτέ στη μάχη. Πάντα πριν την επέλασή μας, πριν ξεκινήσουμε κάποια πολεμική επιχείρηση έψελνα έναν από εκείνους τους θεόβρυτους ψαλμούς του Δαυίδ και απάγγελνα ένα ποίημα από τα αγαπημένα σου. Έδειχνα τη φωτογραφία σου στους άλλους στρατιώτες και διαπίστωναν πως μου έχεις κλέψει την καρδιά από τα λόγια που μου ξέφευγαν για σένα, εκείνους τους μελίρρυτους και αμετροεπείς χαρακτηρισμούς. Ανυπομονώ να σε διακρίνω ανάμεσα στους γονείς σου, στον απογευματινό κυριακάτικο περίπατό σας στα «Μάρμαρα», απολαμβάνοντας τη μέθη του Θερμαϊκού και την κορμοστασιά του Λευκού Πύργου. Θα σε συναντήσω και θα σου σκουπίσω τα δάκρυα που τρέχουν στο πρόσωπό σου· μικρά ρυάκια της ανέλπιστης χαράς και της συγκίνησης, της θείας μεροληψίας προς εμένα που έτυχε να γλιτώσω μέσα από τον ορυμαγδό και την ταραχή του πολέμου».
   Ο Συνταγματάρχης που ήθελα να πλανέψω την κόρη του, θα γίνονταν έξαλλος αν διάβαζε τις σκέψεις του παππού, γιατί θα τις θεωρούσε λιπόψυχες. Θα κοκκίνιζε για λόγου του από ντροπή και θα έθετε ενώπιόν μου τις ευθύνες του:
   «Εσένα που η Πατρίδα σε ανάθρεψε με την κατάλληλη φροντίδα και είσαι περήφανος για τους προγόνους σου, τους αρχαίους Έλληνες, τους Μακεδόνες και τη χριστιανική σου ζωογόνο πίστη, πώς θα ήταν δυνατόν να συμπεριφερθείς με τρόπο που να φαίνεται πως δεν έχεις καμία υποχρέωση να ανταμείψεις την Πατρίδα κάνοντας κάτι σημαντικό γι’ αυτήν;».
   Τελικά φάνηκε η Ζηνοβία με το φωτεινό της βλέμμα, εκθαμπωτική και με λόγια όλο μέλι μου ζήτησε συγγνώμη για την καθυστέρησή της. Από τα πρώτα λόγια που ανταλλάξαμε, μου φάνηκε πως ήταν μια κοπέλα με ηθικές αρχές, προγραμματισμένη να κινείται σ’ ένα οικογενειακό χώρο με τάξη και πειθαρχία, αλλά διέθετε κιόλας σπινθηροβόλα σκέψη που την ξεχώριζε από τα κορίτσια της ηλικίας της.
   Ειδικά η ερώτησή της με άφησε άναυδο: «Αν στις 26 Οκτωμβρίου 1912 οι Τούρκοι παρέδωσαν τη Θεσσαλονίκη, υπογράφοντας πρωτόκολλα με τους Έλληνες, τότε δεν καταλαβαίνω γιατί γιορτάζουμε κάθε χρόνο τόσο έντονα αυτή τη μέρα, αφού οι Τούρκοι μας πρόσφεραν την πόλη μας οικειοθελώς, χωρίς ν’ αντισταθούν καθόλου;».
   Της έλυσα την απορία της: «Εκείνοι αναγκάστηκαν να μας τη δώσουν μετά την πανωλεθρία που υπέστη ο στρατός τους από τις δικές μας δυνάμεις κατά τη διάρκεια της διήμερης μάχης των Γιανιτσών».
   Μ’ ευχαρίστησε κάπως ειρωνικά για το μάθημα ιστορίας που της παρέδιδα κι ένιωσα πως όλα αυτά ίσως θα έπρεπε να της τα έχει εξηγήσει ο πατέρας της, σαν στρατιωτικός που ήτανε.
   Πάντως, σκέφτηκα να κάνω αυτό που θα έκανε ένας τίμιος άνδρας· θα πήγαινα να τη ζητήσω από τους γονείς της. Την ίδια ακριβώς κίνηση είχε κάνει και ο παππούς -λες και ο πόλεμος τον είχε ωριμάσει ξαφνικά-, πήγε να συναντήσει τους γονείς της γιαγιάς και να τη ζητήσει σε γάμο, αφού της σκούπισε τα δάκρυα από την ανέλπιστη χαρά που της έδωσε η ξαφνική παρουσία του. «Κοκόνα» τη φώναζε γιατί ήταν όμορφη σαν ζωγραφιά και αρχόντισσα.
   Η Ζηνοβία με περίμενε χαμογελαστή έξω, στο μπαλκόνι του σπιτιού της και όταν ήταν όλα έτοιμα μου έκανε νόημα με το χέρι της ν’ ανέβω πάνω. Τελευταία στιγμή δίστασα, μα θυμήθηκα τα λόγια από το ημερολόγιο του παππού: «Τι άλλο πιο σημαντικό υπάρχει από το να ανοίγεις στον ορίζοντα έναν λαμπερό ήλιο, έστω και αν εκεί που βρίσκεσαι τώρα δεν τον βλέπεις ή είναι τόσο σκοτεινός για να σε πλησιάσει;». Η κοπέλα φώναξε από ψηλά: «Έλα ντε, μην καθυστερείς άλλο! Ο Συνταγματάρχης σε περιμένει». Βρε, αυτό το κορίτσι θάρρος που έχει! Ξεφύσηξα και είπα ν’ ανέβω τις σκάλες νιώθοντας πως πήγαινα να πάρω μέρος σε μια δύσκολη στρατιωτική επιχείρηση.
   Ο Συνταγματάρχης στάθηκε μπροστά μου με το αυστηρό κι εξεταστικό του ύφος. Δεν ξέρω με ποιο βλέμμα ακριβώς με κοιτούσε· με το φιλύποπτο του στρατιωτικού, που δεν είναι δυνατόν λόγω της θέσης του να ξεχωρίσει την προσωπικότητα ενός φαντάρου μέσα από την ομοιογενή στρατιωτική στολή ή με το φιλικό και ανθρώπινο που εμφανίζεται κάποιες στιγμές για να γλυκάνει τα σκληρά χαρακτηριστικά ενός προσώπου; Ακολούθησε μια θερμή χειραψία και τελικά έγινε μια ωραία φιλική συζήτηση, μέχρι που ειπώθηκαν και εξηγήθηκαν διάφορα σχετικά με την αντίδραση του παππού μου στην ωφελιμότητα του πολέμου… Ο Συνταγματάρχης σκούπισε τα δάκρυα που έτρεχαν στο πρόσωπό της Ζηνοβίας· μικρά ρυάκια της ανέλπιστης χαράς και της συγκίνησης, εκείνη την πολυπόθητη ώρα που μας εύχονταν: «Να ζήσετε ευτυχισμένοι, παιδιά μου!».

Λάσκαρης Π. Ζαράρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου