Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

"Το ταξίδι που δεν ξεχάστηκε ποτέ", ένα διήγημα που προέκυψε με τη συνεργασία του Λάσκαρη Ζαράρη και της Εύας Λόλιου.






   Ήταν μέρες που τον βασάνιζε το ταξίδι που επρόκειτο να κάνει. Επεξεργαζόταν στο μυαλό του όλες τις λεπτομέρειες. Από τα ρούχα που θα φορούσε, μέχρι τα απαραίτητα που θα έπαιρνε μαζί του για μία μίνι διαφυγή απ’ τον εαυτό του. Το βασικό ήταν πως ο Αλέξανδρος δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο προορισμό, λες και πριν ξεκινήσει για τον σταθμό των τρένων είχε διαβάσει το ποίημα «Ιθάκη» του Καβάφη. Το μόνο που έβαλε στον σάκο του ήταν μια αλλαξιά, μια πετσέτα και το αγαπημένο του άρωμα, το «λίμπερτυ». Κι ένα σημειωματάριο που θα το γέμιζε με κάποιες παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της διαδρομής.
   Ρώτησε τον υπεύθυνο πληροφοριών του σταθμού για τον προορισμό των αμαξοστοιχιών και αποφάσισε, χωρίς πολύ σκέψη, να ταξιδέψει για την Αλεξανδρούπολη, πιστεύοντας ότι όλος ο χρόνος θα κυλούσε υπέρ του για να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του και να καταμετρήσει πληγές απ’ τον πρόσφατο χωρισμό του με τη γυναίκα του. Διάλεξε μια καλή θέση, σχεδόν απομακρυσμένη απ’ τους υπόλοιπους επιβάτες, και κοιτούσε μαγεμένος το τοπίο που περνούσε κινηματογραφικά μπροστά στα μάτια του.
   Όταν το τρένο πλημμύρισε από κόσμο κι είχε μείνει δίπλα του μία θέση κενή, παρατήρησε μια ξανθιά λικνιζόμενη γυναίκα να τον ρωτάει ευγενικά αν μπορούσε να καθίσει δίπλα του. Μέχρι να συνειδητοποιήσει το γεγονός και να συνέλθει απ’ την ασύλληπτη ομορφιά που έβλεπε μπροστά του, ένα ξαφνικό ταρακούνημα του τρένου έκανε τη γυναίκα να χάσει την ισορροπία της και να καθίσει από καθαρή τύχη ή ατυχία πάνω στα πόδια του Αλέξανδρου. Το «συγγνώμη» της έπεσε σαν σιγανό ψιθύρισμα βροχής στο πεζοδρόμιο.
Βολεύτηκε δίπλα του κι εκείνος ανήσυχος, περισσότερο ταραγμένος για το ότι δεν είχε προβλέψει έναν αστάθμητο παράγοντα του ταξιδιού, αλλά εξίσου σημαντικό. Μπορεί να έχεις επιλέξει τη μοναξιά και την καταβύθιση στις σκέψεις σου, μα δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος για το αν κάτι σου τραβήξει την προσοχή και σε παρασύρει στη δική του σαγήνη.
   Τότε έγραψε πάνω στο σημειωματάριο του, με μεγάλα ευανάγνωστα γράμματα: «Όμορφη γυναίκα, εντυπωσιακή, κάθισε δίπλα μου. Τα μάτια της είναι σαν τη θάλασσα, το πρόσωπό της σαν φεγγάρι γλυκό και τα μαλλιά της χύνονται στους ώμους της ίδιοι καταρράκτες του ουρανού».
   «Είστε συγγραφέας;» ρώτησε με περιέργεια η γυναίκα.
   «Όχι, απλώς παρατηρητής της ζωής, ψάχνω κάθε τι που μπορεί να κεντρίζει την προσοχή μου και να με συγκινήσει».
   «Δε συστηθήκαμε...».
   «Εύα».
   «Αλέξανδρος».
   «Χάρηκα ιδιαίτερα γι' αυτήν την απρόσμενη συνάντηση».
   Ύστερα ο Αλέξανδρος έγραψε στο σημειωματάριό του: «Μου είπε τ’ όνομά της, θυμίζει προπατορικό αμάρτημα, Εύα... αχ Εύα! Δεν μπορώ ν’ αντέξω το βλέμμα της, είναι τόσο διαπεραστικό, όμως αποκαλύπτει αγνότητα και παιδικότητα. Πού να ήξερε ότι μόλις χώρισα με τη γυναίκα μου!».
   Και τότε έρχεται σαν κεραυνός εν αιθρία η ερώτηση της Εύας:
   «Είσαι παντρεμένος Αλέξανδρε;».
   «Τυπικά ναι, ουσιαστικά όχι».
   «Τι σημαίνει αυτό;».
   «Σου εύχομαι να μη ζήσεις ποτέ παρόμοια κατάσταση».
   Η Εύα άρχισε να ενοχλείται απ’ τη μυρωδιά του αρώματος του Αλέξανδρου κι ένιωσε να παίρνει φωτιά το πρόσωπό της. Πήγε και κάθισε απέναντι του, απομακρύνοντας τα μάτια της απ’ το έντονο βλέμμα του. Τα χρώματα των τοπίων, ουρές πουλιών καθρεπτίζονταν στους φακούς των γυαλιών της. Στο θολό τζάμι δυο γκρίζα μάτια εξερευνούσαν τη γύμνια της.
   Ο Αλέξανδρος προσπαθούσε να εξηγήσει γιατί η γυναίκα άλλαξε θέση, ήθελε να τον κοιτά μες στα μάτια ή μήπως ένιωθε αμήχανα που τον αισθανόταν δίπλα της, ισχυρό και ανεξέλεγκτο πειρασμό;
   Δυο μάτια τόσο ενοχλητικά!  Της Εύας, της πέρασε απ’ το μυαλό να καθίσει όχι απέναντι αλλά πολύ μακριά του, για ν’ αποφύγει τον Καζανόβα που βρέθηκε σε λάθος τρένο, τη λάθος στιγμή! Κι αν χτυπούσε άσχημα η συμπεριφορά της αυτή; Αν έδειχνε γυναίκα διστακτική στις προκλήσεις;
   Ο Αλέξανδρος είδε την Εύα ν’ απομακρύνεται από κοντά του και έμεινε έκπληκτος. Τι είχε κάνει ώστε να προσπαθεί να τον αποφύγει; Από την αρχή  είχε ενδιαφερθεί να μάθει γι’ αυτόν βασικά πράγματα κι έμοιαζε να προσπαθεί να του δείξει με άκομψο τρόπο, ότι απεχθάνεται τους τεχνίτες της πρόκλησης.
   Μήπως όμως η ίδια ήταν λαθρεπιβάτης; Η αλήθεια ήταν ότι μπήκε βιαστικά χωρίς να ρωτήσει καν τον προορισμό της αμαξοστοιχίας. Δε τη συνέφερε μάλλον να απομακρυνθεί. Παρόλο που ο Αλέξανδρος, της είχε φανεί ενοχλητικός, το θεληματικό πηγούνι με τα σαρκώδη χείλη, της πρόσφεραν μια ασφαλή θαλπωρή.
   «Μήπως θέλει να μου δείξει ότι αυτή θα έπρεπε να έχει το πάνω χέρι στο παιχνίδι και όχι αυτός;» σκέφτηκε ο Αλέξανδρος.
   Στην προσπάθειά της να φύγει από δίπλα του, συντέλεσε και το πονηρό γελάκι που σχηματίστηκε στο κάτω χείλος του Αλέξανδρου. Όμως εκείνος σκέφτηκε να δώσει τέλος στα παιχνίδια και άπλωσε το δεξί του χέρι και την τράβηξε με περίσσια δύναμη κοντά του, παρόλο που αυτή η κίνησή του έγινε αντιληπτή με αρνητικό τρόπο από τους συνεπιβάτες του. Κατόπιν την αγκάλιασε σφιχτά. Τα μάτια της αγριόγατας πάλεψαν να ξεφύγουν απ’ την ορμή του άντρα. Αυτός την καθήλωσε για άλλη μια φορά μ’ ένα γλυκό χαμόγελο. Είχε διακρίνει μέσα στο πλήθος τον άνθρωπο που παρατηρούσε εξονυχιστικά κάθε κίνηση της Εύας.
   «Αυτός που σε παρακολουθεί βρίσκεται λίγα μέτρα πίσω δεξιά μας», της είπε χαμηλόφωνα κλείνοντας συγκαταβατικά τα μάτια του.
   Η Εύα ένιωσε ευγνωμοσύνη για τον συνεπιβάτη της και πλησίασε περισσότερο στο πρόσωπό του μυρίζοντας το άρωμα του. Συμπέρανε ότι δεν ήταν η μυρωδιά του αρώματος που προκάλεσε προηγουμένως το κοκκίνισμα στα μάγουλά της. Άλλωστε, ήταν ευχάριστη και χαρακτηριστική. Οι μνήμες που ζωντάνεψαν ευθύνονταν για την αντίδρασή της, καθώς η συγκεκριμένη μυρωδιά την είχε ταξιδέψει σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας στο παρελθόν.    Τότε εκείνος έσκυψε κοντά στο αυτί της και της είπε γλυκά:
   «Κατάφερες να με τραβήξεις απ’ τις μαύρες σκέψεις μου. Σου οφείλω ένα μεγάλο «ευχαριστώ» και επίτρεψέ μου να σε κεράσω έναν καφέ ή ένα ποτό μόλις φτάσουμε κι οι δυο στον προορισμό μας».
   Τελικά, πώς αντιστρέφονται τόσο γρήγορα τα συναισθήματα του ανθρώπου;
Ενώ πριν ξεκινήσει το ταξίδι παρακαλούσε να κρατήσει όσο περισσότερο γινόταν, τώρα ευχόταν να τελειώσει όσο το δυνατόν το συντομότερο για να βρεθεί μαζί της σε μια καφετέρια ή ένα μπαρ.
   Νιώθοντας ασφάλεια, η Εύα έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του. Στη μελαγχολία των ματιών της, ο Αλέξανδρος ένιωσε μια γλυκιά αίσθηση φροντίδας για την όμορφη συνεπιβάτη του. Ανακουφίστηκε καθώς έκλεισαν τα βλέφαρα της. Ήθελε να την αγκαλιάσει, να φωλιάσει στη δύναμη του η λεπτεπίλεπτη φιγούρα της. Ανατρίχιασε στη σκέψη της αυθόρμητης παρόρμησης, παράλογο συναίσθημα για μια άγνωστη… που όμως αισθανόταν πως τη γνώριζε χρόνια.  
   Η Εύα τον επανέφερε στη σκληρή πραγματικότητα: «Σε μισή ώρα φτάνουμε στη Θεσσαλονίκη. Θα πρέπει να κατέβω».
   Ο Αλέξανδρος ήταν έτοιμος να κατέβει κι αυτός και να την ακολουθήσει, μα δίσταζε να το ρισκάρει, ίσως θα φαινόταν γελοίος με το να τρέχει πίσω από μια γυναίκα. Κι άλλωστε πίστευε σε ό,τι έχει γραμμένο η μοίρα για τη ζωή του. Αν είναι να συναντήσει την Εύα, θα τη συναντήσει.  
   Το τρένο σφύριξε αναγγέλλοντας την άφιξη του στην όμορφη Θεσσαλονίκη. Η Εύα τεντώθηκε σαν γατούλα με μια απίστευτη οικειότητα. Ζωηρές σπίθες αντάμωσαν την ώρα του αποχαιρετισμού. Σπίθες ελπίδας ότι κάποτε ίσως ξανάσμιγαν στην πύρινη φωτιά μιας ανέλπιστης αγάπης.
   «Θα τον ξαναδώ άραγε;» αναρωτήθηκε η Εύα χάνοντας την αγαπημένη του μορφή. Εκείνος την χαιρετούσε απ’ το τσάμι, που θόλωσε απ’ τις γρήγορες, αγωνιώδεις ανάσες του. Μ’ ένα μικρό σύρμα  που βρήκε στις ράγες, εκείνη χάραξε τ’ όνομα του στο ξύλινο βαγόνι. Κι ύστερα χάθηκε σαν γαζέλα στη βουή της ζούγκλας.
   Η τύχη όμως, είχε χαμογελάσει στον Αλέξανδρο ανέλπιστα, γιατί τη στιγμή που η ψυχή του είχε μαυρίσει απ’ τη λύπη του αποχωρισμού, παρατήρησε στο διπλανό κάθισμα ένα γυναίκειο πορτοφόλι. Με τρεμάμενα χέρια άνοιξε να δει το περιεχόμενό του κι έβγαλε από μέσα την ταυτότητα της γυναίκας, με την οποία μιλούσε πριν από λίγη ώρα. Η Εύα, αν και έφυγε, ήταν εδώ μαζί του. Είχε στα χέρια του όλα τα στοιχεία της για να μπορέσει να τη βρει στην επιστροφή του ταξιδιού του.

17/11/2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου