Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Η καλαμιά.





   Σαν χθες θυμάμαι που προβάριζα μπροστά στον καθρέπτη την καινούργια μου ποδοσφαιρική στολή. Όχι ότι είχα καλές σχέσεις με το ποδόσφαιρο και την θαυματουργό για πολλούς μπάλα! Απλά έτυχε την προηγούμενη μέρα να έχει περάσει από το σπίτι μας ο θείος μου. Άφησε μερικές στολές στην μάνα μου για να τις πλύνει και να τις σιδερώσει εκείνη.
   Ήταν παλαίμαχος ποδοσφαιριστής μιας ερασιτεχνικής ομάδας της Λάρισας κι οι φανέλες που έφερε είχαν πράσινο χρώμα, τα σορτσάκια λευκά και οι κάλτσες ήταν πρασινόλευκες. Χρώμα που μου προκαλούσε αηδία, αφού ήμουν φανατικός φίλαθλος του Ολυμπιακού, Μητρόπουλος – Αναστόπουλος… ολέ!!!
   Κάθε απόγευμα είχαμε συνάντηση στο σχολείο. Τελειώναμε βιαστικά τα μαθήματα και δεν κρατιόμασταν με τίποτα στο σπίτι, αφού ο Γιώργος ήθελε να δει τον Χρήστο, ο Δημήτρης τον Παναγιώτη και πάει λέγοντας… Πιάναμε κουβέντα και τρέχαμε σαν τα αγριοκάτσικα, μαζεύοντας αρκετές φορές μικρά κοράκια που έπεφταν από τα πεύκα του σχολείου. Κι αν τύχαινε κάποιο παιδί να φέρει μία μπάλα, αρχίζαμε κι έναν αγώνα, δίπλα στο γήπεδο.
   Συνήθως, μας οργάνωνε ο Θανάσης που ήταν πολύ καλός στο ποδόσφαιρο, τεχνίτης παίκτης και απίθανος γκολτζής. Εκείνη την μέρα λοιπόν, που εμφανίστηκα με την καινούργια στολή καμαρωτός στο σχολείο, όλοι άρχισαν να με ρωτάνε τι και πώς; Και γιατί φορούσα τη φανέλα με το νούμερο δέκα; Αδύνατον!!! Ξέρανε ότι το πολύ πολύ να έκανα για τερματοφύλακας και αμυντικός, και μάλιστα μόνο δεξί μπακ και με τίποτα κεντρικός στόπερ!
   Με πλησίασε ο ξάδελφος του Θανάση -τον γνώριζα για πρώτη φορά-, είχε έρθει για λίγες μέρες στο χωριό με τους γονείς του. Τότε, μου ήρθε ξαφνικά η ιδέα να πλάσω το παραμύθι μου…
   «Να σας πω… Ήρθε ο θείος μου χθες το μεσημέρι, μαζί με έναν κύριο που φορούσε μια αθλητική φόρμα και πάνω στο στήθος του είχε τη σημαία της Ελλάδας».
   Πλήρης βουβαμάρα από το κοινό μου, δεν ανάσαινε κανείς!
   «Και να μην σας τα πολυλογώ, μου έκανε πρόταση να με δοκιμάσει στην Εθνική παίδων, όπου είναι προπονητής».
   Ο Θανάσης γούρλωσε τα μάτια και είπε: «Άσε μας βρε παραμυθά, βρήκες ανθρώπους να δουλέψεις τώρα!».
   Ο Δημήτρης διπλώθηκε στα δύο από τα γέλια και ο Χρήστος ούρλιαζε χοροπηδώντας: «Ο σπασίκλας στην Εθνική παίδων!!! Γιούπι!!! Θα γίνει διάσημο το σχολείο μας…».
   Ο ξάδελφος του Θανάση ήρθε κοντά μου και με σκούντηξε με το στήθος του σαν κοκόρι.
   «Για να δούμε πόσο καλός είσαι!» με προκάλεσε.
   Ο Παναγιώτης μέτρησε παιδιά. «Έντεκα σύνολο. Πάμε για μονότερμα. Ένας τέρμα κι από πέντε η ομάδα».
   «Μου δώσατε τους χειρότερους παίκτες» διαμαρτυρήθηκα. «Σίγουρα θα κερδίσετε, δεν υπάρχει λόγος να αρχίσουμε καν το παιχνίδι».
   «Εσύ το λες αυτό παικταρά μου;» είπε σαρκαστικά ο Θανάσης.
   «Λοιπόν, επειδή αρχίζω και εκνευρίζομαι, ξεκινάμε αμέσως. Εγώ θα δίνω πάσες κι οι υπόλοιποι τέσσερις φουλ επίθεση!».  
   Σε αυτή την περίπτωση, σκέφτηκα, για να μην γίνω ρεζίλι, θα ξεκινήσω με ψηλοκρεμαστές μπαλιές κι όπου πάει η μπάλα. Είχαμε κι έναν ψηλό κι έπρεπε να τον εκμεταλλευτώ. Κι έτσι έγινε… με δυο κεφαλιές διαβήτη κοντά στο κεφάλι του Πέτρου, δως του καρφωτές κεφαλιές και η ομάδα μας δύο- μηδέν μπροστά στο σκορ. Οι αντίπαλοι δεν πίστευαν στα μάτια τους κι εγώ ευχαριστούσα τον Θεό για την τύχη του πρωτάρη. Ο Μιχάλης, ο ξάδελφος του Θανάση, άρχισε να με μαρκάρει στενά και να μην μπορώ να κρατήσω την μπάλα πάνω από λίγα δευτερόλεπτα. Μας ισοφαρίζουν και περνάνε μπροστά τέσσερα-δύο. Με την πρώτη ευκαιρία που παίρνω την μπάλα στα πόδια, δοκιμάζω κατευθείαν σουτ, αλλά την ίδια στιγμή ο Μιχάλης, μου κλέβει την μπάλα και τρώει μια καλαμιά  με την μύτη του παπουτσιού μου, που θα την θυμάται σε όλη του τη ζωή!!! Πήδηξε σαν χιμπατζής κι ύστερα έπεσε κάτω βογκώντας, αγκαλιάζοντας ταυτόχρονα το χτυπημένο πόδι του.
   Ο Θανάσης με πλησίασε αγριεμένος και με συμβούλεψε να βγω έξω με κόκκινη κάρτα για επικίνδυνο παιχνίδι. Δέχτηκα την αποβολή μου χωρίς αντίρρηση και πήγα να καθίσω στα τσιμεντένια καθίσματα του γηπέδου. Ο Μιχάλης σηκώθηκε από κάτω δειλά, κουτσαίνοντας στην αρχή και μετά παίζοντας πιο θαρρετά.
   Το πρώτο γκολ που έβαλε το πανηγύρισε θριαμβικά, σηκώνοντας μάλιστα το χέρι του προς το μέρος μου και φωνάζοντας ότι μου το αφιερώνει με αγάπη. Αυτός ίσως ήταν ένας ξεχωριστός τρόπος εκδίκησης για την καλαμιά που «έφαγε» από εμένα, τον άγνωστο αντίπαλό του.

09/01/2016

Λάσκαρης Π. Ζαράρης    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου